Ἀρτάβαζον

Ἀρτάβαζον
Ἀρτάβαζος
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συγκαλώ — συγκαλῶ, έω, ΝΜΑ [καλῶ] καλώ πολλά άτομα συγχρόνως σε ορισμένο χώρο για σύσκεψη και λήψη αποφάσεων (α. «ο πρόεδρος συγκαλεί τα μέλη τού συμβουλίου σε έκτακτη συνεδρίαση» β. «ὁ Κῡρος συνεκάλεσε Περσέων τοὺς πρώτους», Ηρόδ.) αρχ. 1. προσκαλώ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”